- χρυσαλλίδες
- χρυσαλλίςchrysalisfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά … Dictionary of Greek
πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
καρπόκαψα — (Carpocapsa). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των τορτρικιδών, που περιλαμβάνει χρυσαλλίδες μήκους περίπου 1 εκ. Τα φτερά τους είναι καφέ, διακοσμημένα με πιο σκούρες γραμμές και έχουν άνοιγμα 2 εκ. Γεννούν τα αβγά τους στους νεαρούς… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
ακρολέπια — Γένος εντόμων του αθροίσματος των μικρολεπιδοπτέρων, της οικογένειας των τινεϊδών. Το κεφάλι τους έχει σκληρές τρίχες, τα μπροστινά τους φτερά είναι κοφτερά και στενά με δώδεκα νευρώσεις και τα εσωτερικά τους λογχοειδή με μακριά κρόσσια. Τα… … Dictionary of Greek
αχεροντία — (acherontia). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των σφιγγιδών. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη και στα νησιά των Αζόρων. Το τέλειο έντομο έχει άνοιγμα πτερύγων 10 12 εκ., ενώ το μήκος της προνύμφης μπορεί να φτάσει … Dictionary of Greek
Σπίτελερ, Κάρολος — (Spitteler). Ελβετός παιδαγωγός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης (1845 1924). Επιδόθηκε στη λογοτεχνία μετά το 1885 και εκείνη την εποχή εκδόθηκαν οι ποιητικές συλλογές του Χρυσαλλίδες, Μπαλάντες και Τραγούδια της καμπάνας. Το κυριότερο έργο του… … Dictionary of Greek